- ὑποβόσκομαι
- ὑποβόσκομαι,A feed upon,
σάρκα . . ὑ. ὕδρης ἰός Nic.Al.247
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάρκα . . ὑ. ὕδρης ἰός Nic.Al.247
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποβόσκω — ὑποβόσκω ΝΑ νεοελλ. αναπτύσσομαι κάτω από κάτι, δυναμώνω, ενισχύομαι χωρίς να φαίνομαι (α. «η φωτιά υπέβοσκε τρεις μέρες και με τον άνεμο επεκτάθηκε» β. «υποβόσκει εθνική κρίση») αρχ. μέσ. ὑποβόσκομαι κατατρώγω («σάρκα... ὑποβόσκεται ὕδρης ἰός»,… … Dictionary of Greek